ΙΣΤΟΡΙΑ

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
 
 
 
 
Η Αναγέννηση (αγγλικά: Renaissance) ήταν πολιτιστικό κίνημα που τοποθετείται προσεγγιστικά ανάμεσα στο 14ο και το 17ο αιώνα, ξεκινώντας στην Ιταλία κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, από όπου και εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης ως ονομασία της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μα με μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς το κύμα των αλλαγών που επήλθαν δεν εξαπλώθηκε με την ίδια ταχύτητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ως πολιτιστικό κίνημα, επέφερε την άνθηση της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της τέχνης, της θρησκείας και της πολιτικής επιστήμης, καθώς και την αναβίωση της μελέτης κλασικών συγγραφέων, την ανάπτυξη της γραμμικής προοπτικής στη ζωγραφική και τη σταδιακή, αλλά ευρέως διαδεδομένη, μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση.
 
 
 
 
Κατά γενική παραδοχή η Αναγέννηση έχει τις ρίζες της στη Φλωρεντία, στην περιοχή της Τοσκάνης, κατά το 14ο αιώνα.Έχουν προταθεί πολυάριθμες θεωρίες σχετικά με την προέλευση και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, εστιάζοντας σε ποικιλία παραγόντων που περιλαμβάνουν τις κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της πόλης κατά την εποχή εκείνη, η οποία βρισκόταν υπό την καθοδήγηση της επιφανούς και ισχυρής οικογένειας των Μεδίκων.
 
Η πλειοψηφία των ιστορικών συμφωνεί ότι οι ιδέες που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση πηγάζουν από τη Φλωρεντία του ύστερου 13ου αιώνα, ιδιαίτερα από το συγγραφικό έργο των Ντάντε Αλιγκιέρι (1265–1321) και Φραντσέσκο Πετράρκα (1304–1374), καθώς και από τα έργα ζωγραφικής του Τζιόττο ντι Μποντόνε (1267–1337). Ορισμένοι μελετητές οριοθετούν χρονικά την Αναγέννηση με μεγάλη ακρίβεια: μια θεωρία τοποθετεί την αρχή στο έτος 1401, οπότε και οι ευφυείς ανταγωνιστές Λορέντζο Γκιμπέρτι (1378–1455) και Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) συναγωνίστηκαν για την ανάληψη της κατασκευής των χάλκινων θυρών του Βαπτιστηρίου του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας (Cattedrale di Santa Maria del Fiore). Άλλοι ότι ο γενικότερος ανταγωνισμός μεταξύ καλλιτεχνών και πολυμαθών όπως οι Μπρουνελέσκι, Γκιμπέρτι, Ντονατέλλο και Μαζάτσο για την ανάληψη έργων πυροδότησε τη δημιουργικότητα που επέφερε την Αναγέννηση. Ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αντιγνωμιών το γιατί το ρεύμα αυτό ξεκίνησε στην Ιταλία, και γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή. Επομένως, πολλές θεωρίες επιστρατεύτηκαν για να εξηγήσουν την προέλευσή του.
 
 
 
Από παλαιά έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης το γιατί η Αναγέννηση ξεκίνησε ειδικά στη Φλωρεντία κι όχι κάπου αλλού στην Ιταλία. Οι ιστορικοί υπογραμμίζουν αρκετά χαρακτηριστικά στην πολιτιστική ζωή της πόλης, που ίσως να έδωσαν πνοή στο πολιτιστικό αυτό κίνημα. Πολλοί δίνουν έμφαση στο ρόλο που διαδραμάτισαν οι Μέδικοι, μια οικογένεια τραπεζιτών και αργότερα κυβερνώντων, δια μέσου της χρηματοδότησης και της τόνωσης των τεχνών. Ο Λορέντζο των Μεδίκων (1449 - 1492) έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην παραγωγή τεράστιου αριθμού έργων τέχνης, ενθαρρύνοντας τους συμπολίτες του να αναθέσουν εργασίες στους εξοχότερους Φλωρεντινούς καλλιτέχνες, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Σάντρο Μποττιτσέλλι και ο Μικελάντζελο Μπουοναρότι.
 
ΤΕΧΝΗ
Η πρώιμη Αναγέννηση γεφυρώνει τα καλλιτεχνικά ρεύματα του Μεσαίωνα με εκείνα της Υψηλής Αναγέννησης στην Ιταλία. Γενικά είναι αποδεκτό πως στη Βόρεια Ευρώπη η Αναγέννηση ήρθε σε επίπεδο ωριμότητας αργότερα, κατά το 16ο αιώνα.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της αναγεννησιακής τέχνης είναι η ανάπτυξη της άκρως ρεαλιστικής γραμμικής προοπτικής. Στον Τζιόττο ντι Μποντόνε (1267-1337) αποδίδεται η πρώτη μεταχείριση του ζωγραφικού καμβά ως παραθύρου προς το χώρο, ωστόσο δεν ήταν παρά διαμέσου του αρχιτεκτονικού έργου του Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) και των συγγραμάτων του Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι (1404-1472) που καθιερώθηκε ως καλλιτεχνική τεχνική. Η ανάπτυξη τεχνικών προοπτικής ήταν μέρος μιας ευρύτερης τάσης των τεχνών προς το ρεαλισμό. Για τον ίδιο σκοπό, οι ζωγράφοι ανέπτυξαν κι άλλες τεχνικές, μελετώντας το φως, τη σκιά, και, όπως είναι πασίγνωστο στην περίπτωση του Λεονάρντο ντα Βίντσι, της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος. Πίσω από αυτές τις αλλαγές στην καλλιτεχνική μέθοδο, ήταν μια ανανεωμένη επιθυμία απεικόνισης της ομορφιάς της φύσης, ενασχόλησης με τα αξιώματα της αισθητικής, με τα έργα των Ντα Βίντσι, Μικελάντζελο και Ραφαήλ να αντιπροσωπεύουν καλλιτεχνικές κορυφώσεις που επρόκειτο να γίνουν αντικείμενο μίμησης από άλλους καλλιτέχνες. Άλλοι αξιόλογοι δημιουργοί ήταν ανάμεσα σε άλλους οι Σάντρο Μποττιτσέλλι, ο οποίος εργαζόταν για τους Μεδίκους στη Φλωρεντία, ο Ντονατέλλο, από την ίδια πόλη, και ο Τιτσιάνο στη Βενετία.




ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Η επανανακάλυψη των αρχαίων κειμένων και η εφεύρεση της τυπογραφίας εκδημοκράτισαν τη μάθηση και επέτρεψαν την ταχύτερη διάδοση των ιδεών. Ωστόσο η πρώτη περίοδος της ιταλικής Αναγέννησης θεωρείται συχνά ως εποχή επιστημονικής οπισθοδρομικότητας: οι ουμανιστές ευνόησαν τη μελέτη των ανθρωπιστικών επιστημών σε βάρος της φυσικής φιλοσοφίας και των εφαρμοσμένων μαθηματικών. Η ευλάβεια που έδειξαν απέναντι στις κλασσικής πηγές εδραίωσε περαιτέρω τις απόψεις του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου αναφορικά με την ερμηνεία του σύμπαντος.


                                                     ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Η ανακάλυψη το 1492 του Νέου Κόσμου από το Χριστόφορο Κολόμβο (1451-1506) κλόνισε την κλασσική κοσμοθεωρία, καθώς τα έργα του Πτολεμαίου και του Γαληνού στη γεωγραφία και την ιατρική αντίστοιχα βρέθηκαν να βρίσκονται σε ασυμφωνία με τις καθημερινές παρατηρήσεις: έτσι δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος αμφισβήτησης των επιστημονικών θεωριών. Ενώ η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση συγκρούονταν, το αναγεννησιακό ρεύμα στις χώρες του βορρά παρουσίασε αποφασιστική μεταστροφή της εστίασης από τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη προς τη χημεία και τη βιολογία (βοτανική, ανατομία και ιατρική).[38] Η αποφασιστικότητα διερεύνησης των κάποτε αναμφισβήτητων αληθειών και η αναζήτηση απαντήσεων σε νέα ερωτήματα είχε ως αποτέλεσμα μια περίοδο μεγάλης προόδου στον επιστημονικό τομέα.
Τα νέα ιδεώδη του ουμανισμού, αν και κοσμικά από κάποιες πλευρές, αναπτύχθηκαν σε ένα χριστιανικό υπόβαθρο, κυρίως στις χώρες του Βορρά. Πράγματι, πολλά (αν όχι τα περισσότερα) έργα τέχνης ήταν παραγγελία από ή αφιέρωση στην Εκκλήσία.[12] Ωστόσο, η Αναγέννηση άσκησε βαθειά επιρροή στη θεολογία της εποχής, ιδίως στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τη σχέση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο.[12] Πολλοί από τους εξέχοντες θεολόγους της εποχής ήταν ακόλουθοι της ουμανιστικής μεθόδου, όπως ο Έρασμος (1466-1536), ο Ούλριχ Ζβίγγλιος (1484-1531), ο Τόμας Μορ (1478-1535), ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) και ο Ιωάννης Καλβίνος (1509-1564).



Κληρικοί όπως ο Έρασμος και ο Λούθηρος πρότειναν μεταρρύθμιση στους κόλπους της Εκκλησίας, βασισμένοι στην ανάγνωση του κειμένου της Καινής Διαθήκης υπό ουμανιστικό πρίσμα. Πράγματι, ήταν ο Λούθηρος που τον Οκτώβριο του 1517 δημοσίευσε τις 95 Θέσεις που οδήγησαν στη Μεταρρύθμιση, μια ρήξη με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία στο παρελθόν αξίωνε την ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης. Ο ουμανισμός και η Αναγέννηση κατά συνέπεια έπαιξαν άμεσο ρόλο στο ξέσπασμα της Μεταρρύθμισης, όπως και πολλών άλλων ταυτόχρονων θρησκευτικών συζητήσεων και συγκρούσεων.

ΠΗΓΗ:WIKIPEDIA
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου